- συνεκτίθημι
- Α [ἐκτίθημι]1. φέρνω έξω, παρουσιάζω συγχρόνως2. φέρνω κάτι μπροστά σε κάποιον («χρήματα συνεξέθηκαν oἱ Φαίακες τῷ Ὀδυσσεῑ», Πλούτ.)3. αποβάλλω, απορρίπτω («τὰ καθαρτικὰ... καὶ αὐτὰ συνεκτίθησιν», Σέξτ. Εμπ.).
Dictionary of Greek. 2013.